- πολυπληθές
- πολυπληθήςvery numerousmasc/fem voc sgπολυπληθήςvery numerousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταυλάντιοι — Πολυπληθές και ισχυρό ιλλυρικό έθνος, το οποίο κατοικούσε την ενδοχώρα των αρχαίων ελληνικών, στο Ιόνιο πέλαγος, αποικιών Επιδάμνου, που ονομάζονταν Ταυλαντία και Ταυλάντιο. Κατά τους αρχαίους χρόνους οι Τ. ζούσαν ανεξάρτητοι από τα άλλα ιλλυρικά … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
μυρίαμνον — μυρίαμνον, τὸ (Α) ποίμνιο που έχει μυρίους αμνούς, πολυπληθές κοπάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀμνός] … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
τρακ — το, Ν άκλ. ψυχική σύγχυση που συνοδεύεται από τρομώδεις κινήσεις και από την οποία καταλαμβάνεται κανείς όταν πρόκειται να παρουσιαστεί μπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο ή όταν πρόκειται να περάσει μια ψυχική ή σωματική δοκιμασία ή, τέλος, όταν… … Dictionary of Greek
Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της … Dictionary of Greek